ολοφώτεινος

ολοφώτεινος
η , ο ярко освещённый, сверкающий, сияющий огнями

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ολοφώτεινος" в других словарях:

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • ξέφωτος — η, ο 1. (για τόπο) ηλιόλουστος, ολοφώτεινος 2. το ουδ. ως ουσ. το ξέφωτο έκταση ανοιχτή, χωρίς δέντρα, μέσα σε δάσος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξέφωτα α) μετά την εορτή τών Φώτων, μετά τα Θεοφάνεια β) υπό άπλετο φως, την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ολολαμπής — ές (ΑΜ ὁλολαμπής, ές) ολόλαμπρος, ολοφώτεινος («ὁλολαμπής Ὄλυμπος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νεο λαμπής] …   Dictionary of Greek

  • ολόλαμπρος — η, ο (Α ὁλόλαμπρος, ον) πολύ λαμπρός, λουσμένος στο φως, ολοφώτεινος, κατάφωτος …   Dictionary of Greek

  • παναυγής — παναυγής, ές (Α) (ποιητ. λ.) αυτός που λάμπει παντού, ολοφώτεινος, ολόλαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + αυγής (< αὐγή)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»